- συμπαρέμεινε
- συμπαραμένωstay along withaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαραμένω — Α [παραμένω] 1. εξακολουθώ να παραμένω 2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον 3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο 4. απομένω («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek